Μια φορά κι έναν καιρό ήμουν παιδί. Δεν είχα ευθύνες, έπρεπε όμως στο τραπέζι των γιορτών να βοηθήσω με τα πιάτα, δεν είχα σκέψεις, αλλά φοβόμουν το σκοτάδι, τη μοναξιά και τον θάνατο, δεν είχα λέξεις και τρόπους να τις βάλω τη μία δίπλα στην άλλη ή , αν τις έβαζα, πάντα περίσσευε μία, αυτή που δεν έλεγα και που ίσως έκρυβε όλο το νόημα. Δε μου έκαναν παράπονα, μόνο να τρώω όλο το φαΐ μου έπρεπε, για τα παιδιά στην Αφρική που δεν τη γιόρταζαν την αλλαγή χρονιάς πλουσιοπάροχα, δεν είχαν κάτι να περιμένουν από μένα, πέρα απ’ το να είμαι ο εαυτός μου κι αυτό που όριζε ο ρόλος μου ως παιδί. Να παίζω πολύ, να υπακούω τους μεγάλους , να γελάω και να μη ρωτάω πολλά. Αν κάτι με έμαθε η παιδική ηλικία είναι να δίνω, ακόμα κι αν δε μου το ζητούσαν.
Μια φορά κι έναν καιρό ήμουν παιδί. Και σαν παιδί έπρεπε να βλέπω συγγενείς σε γιορτές και επετείους, να τους φιλώ στο μάγουλο, ακόμα κι αυτούς που αντιπαθούσα, που μύριζε η ανάσα τους τσιγάρο ή ποτό, να τους μιλάω σαν να’ ναι πολλοί και να χαμογελάω με τα αστεία τους, κι ας μην τα καταλάβαινα τις περισσότερες φορές. Να μου τσιμπούν το μάγουλο με δάκτυλα και γένια, να το φιλούν και να του αφήνουν το κραγιόν που έπρεπε να τρίψω, να μείνει μετά στην παλάμη μου μέσα σβησμένο κι ύστερα σκουπισμένο νευρικά στο παντελόνι μου. Χαιρετούσα πάντα με σκυμμένο κεφάλι. Όχι τόσο από ντροπή, αλλά επειδή δεν ήθελα άλλα κραγιόν στα μάγουλά μου. Μια φορά κι έναν καιρό ήμουν παιδί. Και αγαπούσα την Ελένη, συμμαθήτρια στο δημοτικό, που μαζί με μένα αγαπούσαν άλλοι τρεις συμμαθητές μου. Παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους, χελωνονιντζάκια κι αγαλματάκια ακούνητα, κάναμε αγώνες ταχύτητας και όλα τα παιχνίδια μας για κείνη. Για να βρούμε νικητή να πάει να της μιλήσει. Δε θέλαμε εκείνη να διαλέξει αγαπημένο, να πληγωθεί ο αγορίστικος εγωισμός μας. Και κάθε φορά που είχαμε νικητή, παίζαμε κι άλλο γύρο, για να σιγουρευτούμε ότι όλοι μας είμαστε μία στο τόσο νικητές. Τα Χριστούγεννα της ευχηθήκαμε μαζί. Γιατί τη διασκεδάζαμε την κόντρα μας, που μόνο κόντρα δεν ήταν. Κάτι ακόμα που με έμαθε η παιδική μου ηλικία ήταν η αλληλεγγύη μεταξύ φίλων. Μια φορά κι έναν καιρό ήμουν παιδί. Και τα Χριστούγεννα τα γιόρταζα διπλά. Έκλειναν τα σχολεία, λέγαμε αντίο στη δασκάλα και μας φιλούσε στο μάγουλο κι ήταν το μόνο κραγιόν που δε θέλαμε να τρίψουμε από πάνω μας, γιατί , πως ταίριαζε με το δικό μας το κοκκίνισμα, νομίζαμε. Φτιάχναμε γλυκά με τη μαμά και τρώγαμε ζεστά από τον φούρνο όσα προλαβαίναμε, πριν στολιστούν σε γυάλες και πιατέλες, στολίζαμε το δέντρο άτσαλα κι ύστερα οι γονείς το ξαναστόλιζαν για να μη γίνουμε ρεζίλι, περιμέναμε τον άγιο βασίλη με το πιατάκι τα κεράσματα γεμάτο, να τον γλυκάνουμε να μας αφήσει κι αυτός κάτι να τον θυμόμαστε μέχρι την νέα χρονιά. Και πιο πολύ κοιμόμασταν και πιο πολύ ξενυχτούσαμε και πιο πολύ βλέπαμε τηλεόραση. Μια φορά κι έναν καιρό ήμουν παιδί. Και με θεωρούσαν τυχερό. Με φώναζαν στα σπίτια οι συγγενείς πρώτη του μήνα, να πατήσω το δεξί μου πόδι στο κατώφλι τους. Να γελάσω, να ευχηθώ, να φιλήσω, να πιστέψω, να με κεράσουν, να τραγουδήσω κάλαντα, να με πάρουν αγκαλιά. Κάθε πρώτη Γενάρη θυμάμαι πως είμαι μεγάλος. Τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου προσπαθώ να αναζητώ τα παιδιά στους ανθρώπους. Που ξέρουν να αγαπούν τα λάθη τους, τα γέλια και τα πειράγματα. Προσπαθώ να παραμείνω παιδί. Αυτό ευχόμουν σε όλα μου τα ποδαρικά. *το ''Ποδαρικό'' είναι το τέταρτο από μια σειρά άρθρων που έγραψα για το περιοδικό Λόγων Παίγνια, σε μια προσπάθεια να βοηθήσω τον κόσμο να καταλάβει τον δικό μου. Θα τα αναδημοσιεύσω εδώ, ελπίζοντας όλοι οι κόσμοι να βρεθούν σε αρμονία.
0 Comments
Leave a Reply. |
Ο Δάσκαλος Ο Μάριος Μάζαρης είναι το παιδί που θα ήθελε να έχει στην τάξη : δε βαριέται ποτέ, ρωτάει πολλά και έχει φαντασία. Αυτή η σελίδα είναι δική του. η ΤΑΞΗ
May 2020
|