Θα με πει μπαμπά, κάθε μέρα με λέει. Από τότε που έχασε τον πατέρα του, λέει εμένα. Σηκώνει το χέρι και το ψιθυρίζει. Χωρίς να τον θυμίζω σε τίποτα, στα χρόνια, στο όνομα, την εμφάνιση. Είμαι απλώς ο δάσκαλός του. Και στα χρόνια που δουλεύω με έχουν πει παππού, πατέρα, θείε, αδερφέ. Μπαμπά, να πω μάθημα; Μπαμπά, να πάω τουαλέτα; Μπαμπά, θα μας πεις μια ιστορία; Ένα παιδί να σε μπερδέψει με οικογένεια, είναι χαρά που δεν μπορείς να καταλάβεις. Ένα παιδί που σε μπερδεύει με απόντα συγγενή, είναι λιγάκι παραπάνω από ευθύνη.
Σήμερα πάλι, έμαθα για άλλο ένα παιδί που έμεινε χωρίς πατέρα. Θα ψάξει κι αυτό έναν δάσκαλο, να του μάθει να δένει τα κορδόνια του, κι ας μην έχει διάθεση να περπατήσει τρία βήματα. Να του μάθει να ψαρεύει, ακόμα κι αν θα τα φοβάται για καιρό τα βαθιά νερά. Αν είναι τυχερό, θα τον βρει αυτόν τον άνθρωπο. Αν όχι, θα μείνει ορφανό, όπως και τόσοι ενήλικες, όπως και τόσα όνειρά του. Ούτως ή άλλως, ένας δάσκαλος κρατά για δυο, για τρία, για έξι το πολύ σου χρόνια. Ένας γονιός δεν έχει αρχή και τέλος. Παλιότερα οι ζωές των παιδιών δεν είχαν τόσο πόνο. Τώρα, όλο και πιο πολύ, όλο και πιο συχνά. Να σου πουν και να ρίξεις μαύρο δάκρυ. Να σου δώσουν και να θες να πάρεις από πάνω τους ό,τι περισσότερο αντέχεις. Θα κάνω βόλτα στο προαύλιο και θα εντοπίσω δύο, τρία, τέσσερα παιδιά. Που ξέρω ότι στερούνται τον ένα απ’ τους δύο. Θα σταθώ σ’ ένα σημείο και θα τα παρατηρήσω. Να δω αν έχουν κάποιο κώδικα συγκεκριμένο να ζητούν βοήθεια, αν έχουν γέλιο πιεσμένο, αν έχουν χέρια μαγκωμένα ή αγκαλιές που δεν ανοίγουν. Τις περισσότερες φορές περνούν απαρατήρητα. Αν και τη βλέπεις τη σκιά να προηγείται των βημάτων τους. Εσύ μόνο δεν ξέρεις πώς να τα πλησιάσεις. Να τους αρχίσεις τα αστεία, να τους ρωτήσεις τ’ όνομά τους, τα παιχνίδια, τα ταξίδια , τα τραγούδια που αγαπούν; Η’ κάπου γύρω να υπάρχεις, αν, όταν, όποτε σε χρειαστούν; Είναι κοινό αίσθημα η λύπη, ενίοτε κι η λύπηση. Θα πούμε μεταξύ μας, «Φέρσου του καλύτερα, ξέρεις τι πέρασε; Μην το μαλώσεις αν δε γράφει, μην το τρομάξεις αν σου έρχεται αδιάβαστο, ξέρεις ότι τα γράμματα τώρα πολλά δεν του λένε. Βάλτου και ένα μπράβο παραπάνω, μια σφραγίδα, ένα αυτοκόλλητο, γίνε κάτι απ’ τη σφραγίδα της ζωής του που ξεθώριασε. » Δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα, αν ένα παιδί που μένει ορφανό έχει ανάγκη να νιώσει ότι το ξεχωρίζεις ή θέλει μέσα στο πλήθος να αφομοιωθεί, να μην τη νιώθει τη δική του διαφορά. Η μόνη σιγουριά, είναι εσύ που χάνεις τα λόγια σου απέναντί του. Θα με πει μπαμπά, κάθε μέρα με λέει. Θα μπω στην τάξη, θα έρθει δίπλα μου, θα του χαϊδέψω το κεφάλι παίζοντας με τα μαλλιά του, εκείνο θα κάνει πάλι ότι τα στρώνει, θα κάνω κι εγώ ότι στρώνω τα δικά μου. Θα πιστέψω ότι αυτά τα πλάσματα που έχω μαθητές έχουν μια δύναμη να με δουν στα μάτια που εγώ δεν έχω ισάξια. Μπαμπά, γιατί σε λένε δάσκαλο; Κάπου κάπου η διαφορά θα είναι τόσο δυσδιάκριτη, που θα γυρίσω κάποια μέρα να του δώσω μιαν απάντηση και θα τον πω παιδί μου. *ο ''Μπαμπάς'' είναι το πρώτο από μια σειρά άρθρων που έγραψα για το περιοδικό Λόγων Παίγνια, σε μια προσπάθεια να βοηθήσω τον κόσμο να καταλάβει τον δικό μου. Θα τα αναδημοσιεύσω εδώ, ελπίζοντας όλοι οι κόσμοι να βρεθούν σε αρμονία.
0 Comments
Leave a Reply. |
Ο Δάσκαλος Ο Μάριος Μάζαρης είναι το παιδί που θα ήθελε να έχει στην τάξη : δε βαριέται ποτέ, ρωτάει πολλά και έχει φαντασία. Αυτή η σελίδα είναι δική του. η ΤΑΞΗ
May 2020
|